άσαντος — ἄσαντος, ον (Α) αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο άκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»] … Dictionary of Greek
άσπειστος — ἄσπειστος, ον (Α) [σπένδω] 1. αυτός που δεν καταπραΰνεται με σπονδές, ο αδιάλλακτος 2. (για πόλεμο) εκείνος που δεν διακόπτεται με σπονδές ανακωχής, ο άσπονδος … Dictionary of Greek
δυσάρεστος — η, ο (AM δυσάρεστος, ον) αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός («δυσάρεστος καιρός») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται 2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον … Dictionary of Greek
δυσεξίλαστος — δυσεξίλαστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται … Dictionary of Greek
δυσμείλικτος — δυσμείλικτος, ον (AM) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται αρχ. το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα τού δυσμείλικτου … Dictionary of Greek
δυσπαράθελκτος — δυσπαράθελκτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται … Dictionary of Greek
δυσπαρήγορος — δυσπαρήγορος, ον (Α) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται … Dictionary of Greek
δυσπαρηγόρητος — η, ο (Α δυσπαρηγόρητος, ον) απαρηγόρητος αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ησυχάζει 2. (για πόνο) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται … Dictionary of Greek
ευανακόμιστος — εὐανακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.) 2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα κομίζω] … Dictionary of Greek
ευδιάχυτος — εὐδιάχυτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διαχέεται εύκολα αρχ. 1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.) 2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)] … Dictionary of Greek